- θεμιτεύω
- θεμιτεύω (Α) [θέμις (Ι)]αντί θεμιστεύω*, τελώ νομίμως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμιτεύων — θεμιτεύω keeping lawful pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιτεύομαι — (Α) 1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ 2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. τού νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω θεμιτεύω)] … Dictionary of Greek